- ρεμπεσκές
- ο(λ. τουρκ.), άνθρωπος απρόκοπος, αχαΐρευτος, ρεμπέτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρεμπεσκές — ο, Ν 1. αυτός που αποφεύγει τη δουλεία και τον κόπο, φυγόπονος 2. ανεπρόκοπος, τεμπέλης 3. αλήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης προέλευσης. Κατά μία ελάχιστα πιθανή άποψη < αλβ. rrebesh «ατύχημα»] … Dictionary of Greek